σωματώδης

σωματώδης
σωμᾰτ-ώδης, ες,
A = σωματοειδής 1, Arist.HA521b27; τὰ ς. Id.GA737a35, al.: [comp] Comp. and [comp] Sup. -έστερος, -έστατος, Id.Pr.863b9, PA647a20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σωματώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) σωματώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σωματώδης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματώδης — ες / σωματώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] νεοελλ. εύσωμος, αυτός που έχει ανεπτυγμένο, ογκώδες σώμα μσν. αρχ. πηγμένος, στερεοποιημένος, στερεός («πᾱν δὲ γάλα ἔχει ἰχῶρα ὑδατώδη, ὃ καλεῑται ὀρὸς καὶ σωματῶδες, ὃ καλεῑται τυρός», Αριστοτ.). επίρρ …   Dictionary of Greek

  • σωματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, μεγαλόσωμος, παχύς και ψηλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωματωδέστερον — σωματώδης adverbial comp σωματώδης masc acc comp sg σωματώδης neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματώδει — σωματώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σωματώδης masc/fem/neut dat sg σωματώδεϊ , σωματώδης dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματώδη — σωματώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σωματώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σωματώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματωδεστέρων — σωματώδης fem gen comp pl σωματώδης masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματωδέστατα — σωματώδης adverbial superl σωματώδης neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματωδέστατον — σωματώδης masc acc superl sg σωματώδης neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματῶδες — σωματώδης masc/fem voc sg σωματώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματώδεις — σωματώδης masc/fem acc pl σωματώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”